εκπόρθηση — η 1. η κατάληψη ισχυρής θέσης ύστερα από πολιορκία ή μάχη, άλωση, κυρίευση. 2. διαρπαγή, λεηλασία. 3. μτφ., κατάκτηση: Εκπόρθηση γυναίκας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκπόρθηση — η (AM ἐκπόρθησις) άλωση και λεηλασία οχυρού τόπου … Dictionary of Greek
άλωση — η (AM ἅλωσις) εκπόρθηση, κατάκτηση, κατάληψη, καταστροφή νεοελλ. (ειδικότερα) η Άλωση η άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως μσν. (για πρόσωπα) σύλληψη, αιχμαλωσία αρχ. 1. (για ζώα) άγρευση, σύλληψη 2. τα μέσα για την εκπόρθηση μιας πόλης 3. (ως νομικός… … Dictionary of Greek
εκπορθητικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συντελεί στην εκπόρθηση («εκπορθητικοί ελιγμοί») … Dictionary of Greek
μελιάς — (τέλη 9ου – αρχές 10ου αι.). Στρατιωτικός της μεσοβυζαντινής περιόδου. Διετέλεσε κριτής του ιπποδρόμου, παραθαλασσίτης, ανθύπατος και πατρίκιος. Διακρίθηκε στους πολέμους του Βυζαντίου εναντίον των Αράβων και έλαβε μέρος στην εκπόρθηση της πόλης… … Dictionary of Greek
πέρσις — Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό… … Dictionary of Greek
πορθητικός — ή, ό / πορθητικός, ή, όν, ΝΜΑ [πορθώ] αυτός που χρησιμεύει για εκπόρθηση πόλης, φρουρίου κ.ά. στόχων αρχ. καταστρεπτικός, αφανιστικός … Dictionary of Greek
πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… … Dictionary of Greek
πόρθημα — τὸ, Α [πορθώ] 1. εκπόρθηση πόλης 2. λεηλασία, λαφυραγωγία … Dictionary of Greek
πόρθηση — η / πόρθησις, ήσεως, ΝΑ [πορθώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πορθώ, εκπόρθηση, εκπολιόρκηση, άλωση αρχ. βίαιη αφαίρεση, λεηλασία, αρπαγή … Dictionary of Greek