ἐκπορθήσῃ

ἐκπορθήσῃ
ἐκπορθήσηι , ἐκπόρθησις
sacking
fem dat sg (epic)
ἐκπορθέω
pillage
aor subj mid 2nd sg
ἐκπορθέω
pillage
aor subj act 3rd sg
ἐκπορθέω
pillage
fut ind mid 2nd sg
ἐκπορθέω
pillage
aor subj mid 2nd sg
ἐκπορθέω
pillage
aor subj act 3rd sg
ἐκπορθέω
pillage
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκπόρθηση — η 1. η κατάληψη ισχυρής θέσης ύστερα από πολιορκία ή μάχη, άλωση, κυρίευση. 2. διαρπαγή, λεηλασία. 3. μτφ., κατάκτηση: Εκπόρθηση γυναίκας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκπόρθηση — η (AM ἐκπόρθησις) άλωση και λεηλασία οχυρού τόπου …   Dictionary of Greek

  • άλωση — η (AM ἅλωσις) εκπόρθηση, κατάκτηση, κατάληψη, καταστροφή νεοελλ. (ειδικότερα) η Άλωση η άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως μσν. (για πρόσωπα) σύλληψη, αιχμαλωσία αρχ. 1. (για ζώα) άγρευση, σύλληψη 2. τα μέσα για την εκπόρθηση μιας πόλης 3. (ως νομικός… …   Dictionary of Greek

  • εκπορθητικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συντελεί στην εκπόρθηση («εκπορθητικοί ελιγμοί») …   Dictionary of Greek

  • μελιάς — (τέλη 9ου – αρχές 10ου αι.). Στρατιωτικός της μεσοβυζαντινής περιόδου. Διετέλεσε κριτής του ιπποδρόμου, παραθαλασσίτης, ανθύπατος και πατρίκιος. Διακρίθηκε στους πολέμους του Βυζαντίου εναντίον των Αράβων και έλαβε μέρος στην εκπόρθηση της πόλης… …   Dictionary of Greek

  • πέρσις — Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό… …   Dictionary of Greek

  • πορθητικός — ή, ό / πορθητικός, ή, όν, ΝΜΑ [πορθώ] αυτός που χρησιμεύει για εκπόρθηση πόλης, φρουρίου κ.ά. στόχων αρχ. καταστρεπτικός, αφανιστικός …   Dictionary of Greek

  • πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… …   Dictionary of Greek

  • πόρθημα — τὸ, Α [πορθώ] 1. εκπόρθηση πόλης 2. λεηλασία, λαφυραγωγία …   Dictionary of Greek

  • πόρθηση — η / πόρθησις, ήσεως, ΝΑ [πορθώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πορθώ, εκπόρθηση, εκπολιόρκηση, άλωση αρχ. βίαιη αφαίρεση, λεηλασία, αρπαγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”